- προχείμασις
- προχείμ-ᾰσις, εως, ἡ,A premature stormy weather, Veget.4.40 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχείμασις — άσεως, ἡ, Α [προχειμάζω] πρώιμος χειμώνας, κακοκαιρία … Dictionary of Greek